Ἐνταῦθα εἶνε δύο κύκλοι. Δύο κύκλοι καὶ ἀκτῖνες κάμνουσι1 τροχόν. Ἐπίμηκες τετράγωνον ὑπεράνω τεσσάρων τροχῶν καὶ ῥυμὸς κάμνουσι ἅμαξαν. Ἡ ἅμαξα αὕτη ἔχει σκέπην (στέγην) καὶ δύο ῥυμούς. Ἅμαξα, ἡ ὁποία δὲν ἔχει σκέπην οὐδὲ τέσσαρας τροχοὺς, ἀλλὰ μόνον δύο, εἶνε κάρρον. Ἁμάξιον δὲ, τὸ ὁποῖον ἔχει ἕνα μόνον τροχὸν καὶ δύο λαβὰς, εἶνε χειράμαζα.
Μέγασ τροχὸς, ὁ ὁποῖος εἶνε πλησίον οἰκίας, καὶ οἰκία κάμνουσι μύλον ἤ ὑδρόμυλον. Τὸ ὕδωρ κινεῖ τὸν τροχὸν, ὁ δὲ τροχὸς κινεῖ τὸν μύλον.
Ἐνταῦθα εἶνε οἰκία, ἡ ὁποία ἔχει ὑψηλὴν καπνοδόχην· τοιαύτη οἰκία εἶνε ἐργοστάσιον. Ἀλλ’ αὕτη ἡ οἰκία εἶνε πύργος. Πύργος εἶνε οἰκία ὑψηλὴ καὶ στενὴ, ἡ ὁποία ἔχει στέγην ὀξεῖαν. Δὲν εἶνε καὶ τὸ μολυβδοκόνδυλον ὀξύ; Μάλιστα, καὶ τὸ μολυβδοκόνδυλον ἔχει αἰχμήν.
Τοῦτο εἶνε μάχαιρα. Καὶ τοῦτο εἶνε μάχαιρα. Ἡ πρώτη μάχαιρα εἶνε ὁξεῖα, ἡ δὲ δευτέρα δὲν ἔχει αἰχμήν. Ἀμφότεραι αἱ μάχαιραι ἔχουσι σπάθας καὶ λαβάς. Ἡ σπάθη τῆς πρώτης μαχαίρας εἶνε ὀξεῖα· ἡ σπάθη ὅμως τῆς δευτέρας μαχαίρας δὲν εἶνε ὀξεῖα, εἶνε ἀμβλεῖα. Αἱ σπάθαι ἀμφοτέρων τῶν μαχαιρῶν εἶνε ὀξεῖαι. Ἡ λαβὴ τῆς πρώτης μαχαίρας εἶνε κυρτὴ, ἡ δὲ τῆς δευτέρας εὐθεῖα. Ἡ μάχαιρα εἶνε ἐργαλεῖον ὀξύ. Ἡ μάχαιρα, ἡ ὁποία δὲν εἶνε ὀξεῖα, εἶνε ἀμβλεῖα.
Τὸ μαχαίριον (μικρὰ μάχαιρα) κόπτει. Τὸ ὀξὺ μαχαίριον κόπτει, τὸ ἀμβλὺ δὲν κόπτει. Τί κάμνεις; κόπτω τὸ μολυβδοκόνδυλον. Ὄχι, δὲν κόπτεις, ἀλλ’ ὀξύνεις τὸ μολυβδοκόνδυλον. Ὀξύνομεν τὸ μολυβδοκόνδυλον διὰ τοῦ μαχαιρίου.
Σκόλιον
Ἀκτῖνες, ἡ ἀκτίς (the ray), γενική: τῆς ἀκτῖνος. Ἀκτιν, εῖνε ἡ ῥίζα (the root)· ες, εἶνε ἡ κατάληξις τῆς πληθυντικῆς ὀνομαστικῆς.
Χειράμεξα, εἶνε ὄνομα σύνθετον (compound) ἐκ (from) τοῦ: χείρ (ἡ), the hand, καὶ ἅμαξα, wagon.
Ὑδρόμυλον, (ὁ ὑδρόμυλος), σύνθετον ἐκ τοῦ: ὕδωρ (τὸ), water, καὶ μύλος, mill. Οὕτω (so) καὶ τὰ: ἀνεμόμυλος (ὁ ἄνεμος, the wind), ἀτμόμυλος (ὁ ἀτμός, the steam).
Καπνοδὸχην, (ἡ καπνοδόχη), σύνθετον ἐκ τοῦ: καπνὸς (ὁ), the smoke, καὶ δοχή, receptacle.
Μολυβδοκόνδυλον, σύνθετον ἐκ τοῦ: μόλυβδος (ὁ), the lead, καὶ κόνδυλος, pencil.
Ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα, both.
Ἁμάξιον, μαχαίριον, εἶνε ὑποκοριστικὰ (diminutives).
Διά, εἶνε πρόθεσις, συντασσομένη μετὰ γενικῆς (with genitive) ὡς ἐνταῦθα σημαίνει, by means of. ἀλλά, διὰ τῆς οἰκίας = through the house.
Τὸ ῥῆμα — The Verb
Τὸ ῥῆμα ἔχει χρόνους καὶ Ἐγκλίσεις. Ὁ Ἐνεστώς τῆς Ὁριστικῆς σχηματίζεται οὕτω. (The verb has Tenses and Moods. The Present of the Indicative is formed thus:)
Ἐνικός | Πληθυντικός |
---|---|
κόπτ-ω -εις -ει | κόπτ-ομεν -ετε -ουσι |
Notes:
-
Attic ποιοῦσι. ↩