ΓΛΩΣΣΑ

Μάθημα Τρίτον

₪ ₪ ₪


Αὗται αἱ δύο γραμμαὶ εἶνε παράλληλοι καὶ βραχεῖαι. Δύο παράλληλοι γραμμαὶ καὶ δύο μικροὶ, πλάγιοι κύκλοι εἶνε κύλινδρος. Κύλινδρος καὶ αἰχμὴ εἶνε μολυβδοκόνδυλον. Κύλινδρος κάθετος καὶ γραμμὴ βραχεῖα εἶνε λαμπάς. Δύο παράλληλοι, μακραὶ γραμμαὶ καὶ κύκλοι εἶνε ῥάβδος· ῥάβδος δὲ βραχεῖα εἶνε βακτηρία.

Ἐνταῦθα εἶνε τρεῖς γραμμαί. Ἡ πρώτη εἶνε εὐθεῖα καὶ παχεῖα· ἡ δευτέρα εἶνε λεπτὴ καὶ καμπύλη· ἡ δὲ τρίτη εἶνε εὐθεῖα καὶ λεπτή. Ἡ δευτέρα γραμμὴ, ἡ ὁποία1 εἶνε καμπύλη, εἶνε μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τρίτης, μεταξὺ τῆς παχείας καὶ λεπτῆς. Ἡ πρώτη, παχεῖα γραμμὴ εἶνε ὑπεράνω2 τῆς δευτέρας, καμπύλης γραμμῆς. Ἡ καμπύλη γραμμὴ εἶνε ὑποκάτω3 τῆς πρώτης παχείας γραμμῆς, καὶ ὑπεράνω τῆς τρίτης λεπτῆς γραμμῆς.

Ἡ παχεῖα γραμμὴ εἶνε μεταξὺ δύο μεγάλων στιγμῶν.
Ἡ καμπύλη γραμμὴ εἶνε μεταξὺ δύο μικρῶν κύκλων.

Τρεῖς μικραὶ στιγμαὶ εἶνε ὑπεράνω τῆς καμπύλης καὶ παχείας γραμμῆς. Ἡ καμπύλη καὶ παχεῖα γραμμὴ εἶνε ὑποκάτω τριῶν μικρῶν στιγμῶν, καὶ ὑπεράνω τριῶν μικρῶν κύκλων. Τρεῖς δὲ μικροὶ κύκλοι εἶνε ὑποκάτω τῆς παχείας, καμπύλης γραμμῆς.

Δύο πλάγιαι γραμμαὶ ἐπὶ μιᾶς ὁριζοντίου σχηματίζουσι τρίγωνον . Τὸ τρίγωνον ἔχει τρεῖς γωνίας καὶ τρεῖς πλευράς· ἡ γραμμὴ μεταξὺ τῶν γραμμάτων, Α καὶ Β, εἶνε ἡ πλευρὰ ΑΒ, ἀπέναντι τῆς ὁποίας εἶνε ἡ γωνία ΑΓΒ.

Τὸ τρίγωνον εῖνε πλησίον τοῦ τετραγώνου, τὸ τετράγωνον εἶνε πλησίον τοῦ τριγώνου. Τὸ τρίγωνον εἶνε πλησίον τοῦ κύκλου, ὁ κύκλος εἶνε πλησίον τοῦ τριγώνου.

Τὸ τρίγωνον τοῦτο ὑπεράνω τοῦ τετραγώνου ἐκείνου σχηματίζει οἰκίαν· τοῦτο εἶνε οἰκία. Ἡ οἰκία αὕτη εἶνε πλατεῖα, ἐκείνη δὲ ὑψηλή· Ἡ πλατεῖα οἰκία εἶνε χαμηλὴ, ἡ δὲ ὑψηλὴ δὲν εἶνε πλατεῖα, ἀλλὰ στενή. Τὰ μικρὰ ταῦτα εἶνε παράθυρα, τὸ δὲ ἐπίμηκες τετράγωνον εἶνε θύρα. Τὸ τρίγωνον ὑπεράνω τῆς οἰκίας εἶνε στέγη, τὰ δὲ μικρὰ τετράγωνα ὑπεράνω τῆς στέγης εἶνε καπνοδόχαι (ἡ καπνοδόχη). Τὸ τετράγωνον τοῦτο εἶνε τράπεζα· ἀλλ’ ἐκεῖνο εἶνε κάθισμα.

Μικρὰ οἰκία εἶνε καλύβη, μεγάλη δὲ οἰκία, ἡ ὁποία ἔχει πλατέα καὶ ὑψηλὰ παράθυρα, πλατείας θύρας, ὑψηλὴν καὶ πλατεῖαν στέγην, καὶ μεγάλας καπνοδόχας εἶνε ἀνάκτορον.

Μεγάλαι θύραι ἔχουσι δύο φύλλα, τοιαῦται δὲ θύραι (αἱ ὁποῖαι ἔχουσι δύο φύλλα) εἶνε ἐξώθυραι. Μεγάλαι δ’ ἔξώθυραι εἶνε πύλαι.


Σκόλιον

Ἐν τούτῳ τῷ μαθήματι εἰσάγονται δύο ἄλλαι πτώσεις, ἡ γενικὴ καὶ ἡ αἰτιατικὴ τοῦ τε ἑνικοῦ καὶ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ. (В этом уроке введены два других падежа, генетив (род.п.) и аккузатив (вин.п.) для единственного и множественного числа.)


Ἀρσενικά (м.р.)

  Ἐνικός Πληθυντικός
Γενική (генитив) Τούτου τοῦ μεγάλου κῦκλου Τοίτων τῶν μεγάλων κύκλων
Αἰτιατική (аккузатив) Τούτον τὸν μέγαν κίκλον Τούτους τοὺς μεγάλους κύκλους


Θηλυκά (ж.р.)

  Ἐνικός Πληθυντικός
Γενική (генитив) Ταύτης τῆς μικρᾶς οἰκίας Τούτων τῶν μικρῶν οἰκιῶν
Αἰτιατική (аккузатив) Ταύτην τὴν μικρὰν οἰκίαν Ταύτας τὰς μικρὰς οἰκίας


Οὐδέτερα (ср.р.)

  Ἐνικός Πληθυντικός
Γενική (генитив) Τούτου τοῦ πλατέος ἀνακτόρου Τούτων τῶν πλατέων ἀνακτόρων
Αἰτιατική (аккузатив) Τοῦτο τὸ πλατὺ ἀνάκτορον Ταῦτα τὰ πλατέα ἀνάκτορα


Ἀριθμητικά

    Ἀρ. Θηλ. Οὐδ.   Ἀρ. Θηλ. Οὐδ.
Γενική   ἑνός μιᾶς ἑνός   τριῶν τριῶν τριῶν
Αἰτιατική   ἕνα μίαν ἕν   τρεῖς τρεῖς τρία
Γενική   δύο δύο δύο   τεσσάρων τεσσάρων τεσσάρων
Αἰτιατική   δύο δύο δύο   τέσσαρας τέσσαρας τέσσαρα

Τὰ ἐπίθετα δὲν συμφωνοῦσι πάντοτε μετὰ τῶν ὀνομάτων ὡς πρὸς τὰς καταλήξεις· ἄλλοτε τὰ ὀνόματα καὶ ἄλλοτε τὰ ἐπίθετα, ἢ εἶνε ἀνώμαλα (ὅρα: μέγαν), ἤ κλίνονται κατὰ διαφόρους κλίσεις (ὅρα: πλατύ). (Прилагательные не всегда согласуются с существительными по окончаниям; иногда существительные, а порой прилагательные неправильны (см.: μέγαν), или склоняются по отличающемуся [правилу] склонения (см.: πλατύ).)

Αἱ (καταχρηστικῶς καλούμεναι) προθέσεις, μεταξύ, πλησίον, ἀπέναντι, ὑπεράνω καὶ ὑποκάτω, συντάσσονται μετὰ γενικῆς. ([Неправильно названные] предлоги μεταξύ, πλησίον и др. присоединяются к генетиву [управляются генетивом].)

Ἐνταῦθα σημαίνει (означает) здесь/тут.

Ἡ πρόθεσις, ἐπί, μετὰ γενικῆς συντασσομένη σημαίνει на, οἷον (как в)· τὸ μολυβδοκόνδυλον εἶνε ἐπὶ τῆς τραπέζης. (свинцовый карандаш [есть] на столе.)

Ἔχει (имеет), ἔχουςι (имеют), σχηματίζουσι (формируют) εἶνε ῥήματα· τὸ πρῶτον εἶνε προσώπου τρίτου, ἀριθμοῦ ἑνικοῦ· τὸ δὲ δεύτερον καὶ τρίτον, τρίτου πλήθυντικοῦ. (Ἔχει, ἔχουσι, σχηματίζουσι — глаголы; первый в форме III л. ед. ч., второй же и третий в ф. мн. ч.)

ἀναφορικὴ (относительные) ἀντωνυμία, ὁ ὁποῖος, Аттич. ὅς, ἡ, ὅ (кто, который), κλίνεται οὕτως (склоняются так).


Ἑνικὸς

  Ἀρ. Θηλ. Οὐδ.
Ὀν. ὁ ὁποῖος ἡ ὁποία τὸ ὁποῖον
Γεν. τοῦ ὁποίου τῆς ὁποίας τοῦ ὁποίου
Αἰτ. τὸν ὁποῖον τὴν ὁποίαν τὸ ὁποῖον

Πληθυντικός

  Ἀρ. Θηλ. Οὐδ.
Ὀν. οἱ ὁποῖοι αἱ ὁποῖαι τὰ ὁποῖα
Γεν. τῶν ὁποίων τῶν ὁποίων τῶν ὁποίων
Αἰτ. τοὺς ὁποίους τὰς ὁποίας τὰ ὁποῖα

ἐπιμήκης (Ἀρ.), ἐπιμήκης (Θηλ.), ἐπίμηκες (Οὐδ.) склоняются по тем же правилам.


Примечания:

  1. Аттич. ἥ, относительное местоимения ὅς, ἥ, ὄ. 

  2. Аттич. ὑπέρ. 

  3. ὑπό, используется поныне.