ἀλφάβητον | βαρεῖα | δασεῖα | δίφθογγον | ἑλληνικός | ἐπιφωνηματικόν | ἐρωτηματικόν | κόμμα | ὀξεῖα | περισπωμένη | πνεύματα | στιγματισμός | τελεία | τόνος | φωνήεντο | χρόνος | ψιλή
-
ἑλληνικός ↩
- ἑλληνικός
- Hellenic, Greek
-
ἀλφάβητον ↩
- ἀλφάβητος, ἀλφάβητον
- alphabet
-
δίφθογγον ↩
- δίφθογγον
- τό и δί-φθογγος ἡ Gramm. with two sounds, diphthong
-
πνεύματα ↩
- πνεύματα, πνεύμα
- Gramm. breathing with which a vowel is pronounced Plut.
- Gramm. accent mark
π. δασύ (spiritus asper) — rough breathing;
π. ψιλόν (spiritus lenis) — smooth breathing
-
ψιλή ↩
- ψιλόν
- Gramm. (lat. spiritus lenis) smooth breathing
-
δασεῖα ↩
- δᾰσεῖα, f к δασύς See δασυς
- ἡ (sc. προσῳδία) Gramm. (lat. spiritus asper) rough breathing
-
χρόνος ↩
- χρόνος, ὁ
- time
- Gramm. tense of a verb
- Gramm. quantity
-
φωνήεντο ↩
- φωνήεντο
- vowel
-
τόνος ↩
- τόνος, ὁ
- Gramm. pitch accent
-
ὀξεῖα ↩
- ὀξεῖα
- ἡ (sc. προσῳδία) Gramm. acute accent
-
βαρεῖα ↩
- βᾰρεῖα
- ἡ (sc. προσῳοία) Gramm. grave accent (accentus gravis)
-
περισπωμένη ↩
- περισπωμένη
- Gramm. circumflex
-
στιγματισμός ↩
- στιγματισμός
- Gram. punctuation
-
κόμμα ↩
- κόμμα
- ἡ Gramm. comma
-
τελεία ↩
- τελεία
- ἡ (sc. στιγμή) Gramm. period
-
ἐρωτηματικόν ↩
- ἐρωτηματικόν
- Gramm. interrogation [mark]
-
ἐπιφωνηματικόν ↩
- ἐπιφωνηματικόν
- Gramm. [mark of] exclamation