Ἡ στιγμὴ αὕτη [] εἶνε1 μικρά·
ἡ στιγμὴ ἐκείνη [
] εἶνε μεγάλη.
—Τίς στιγμὴ εἶνε μικρά;
Ἡ στιγμὴ αὕτη εἶνε μικρὰ, ἐκείνη εἶνε μεγάλη.
—Εἶνε ἡ στιγμὴ αὗτη Α;
Μάλιστα2, ἡ στιγμὴ αὕτη εἶνε Α.
—Τίς στιγμὴ εἶνε μεγάλη;
Ἡ στιγμὴ Β εἶνε μεγάλη.
—Εἶνε ἡ στιγμὴ αὕτη [
] μεγάλη;
Ὄχι3, ἡ στιγμὴ αὕτη δὲν4 εἶνε μεγάλη, εἶνε μικρά.
—Εἶνε ἡ στιγμὴ ἐκείνη μικρὰ ἤ5 μεγάλη;
Ἡ στιγμὴ ἐκείνη δὲν εἶνε μικρὰ, εἶνε μεγάλη.
Ἡ γραμμὴ αὕτη εἶνε βραχεῖα, ἡ γραμμὴ ἐκείνη εἶνε μακρά.
—Εἶνε ἡ γραμμὲ Α βραχεῖα;
Μάλιστα, ἡ γραμμὴ Α εἶνε βραχεῖα.
—Τίς γραμμὴ εἶνε μακρά;
Ἡ γραμμὴ Β εἶνε μακρά.
—Τίς εἶνε βραχεῖα;
Ἡ γραμμὴ αὕτη [] εἶνε βραχεῖα.
—Εἶνε ἡ γραμμὴ αὗτη [
] βραχεῖα;
Ὄχι, ἡ γραμμὴ αὕτη δὲν εἶνε βραχεῖα, εἶνε μακρά.
Τί6 γραμμὴ εἶνε ἡ Γ; Ἡ Γ εἶνε λεπτὴ καὶ7 εὐθεῖα. —Εἶνε καὶ ἡ Δ λεπτὴ καὶ ευθεῖα; Ὄχι, ἡ Δ δὲν εἶνε οὔτε λεπτὴ οὔτε εὐθεῖα, εἶνε παχεῖα καὶ καμπύλη.
Οὗτος [] ὁ
κύκλος εἶνε μικρός.
Ἐκεῖνος [
] ὁ κύκλος εἶνε μέγας.
—Αὕτη [
] ἡ
σφαῖρα εἶνε μικρά.
Ἐκείνε [
] ἡ σφαῖρα εἶνε μεγάλη.
—Τοῦτο [
] τὸ
τετράγωνον εἶνε μικρόν.
Ἐκεῖνο [
] τὸ τετράγωνον εἶνε μέγα.
—Ἡ σφαῖρα εἶνε στρογγύλη.
Τὸ τετράγωνον δὲν εἶνε στρογγύλον.
Ἡ σφαῖρα δὲν εἶνε τετράγωνος.
Εἶνε ὁ κύκλος τετράγωνος;
Ὄχι. Τί εἶνε;
Ὁ κύκλος εἶνε γραμμὴ καμπύλη.
—Τί εἶνε τοῦτο [
] τετράγωνον ἤ κύκλος;
Ἐκεῖνο δὲν εἴνε οὔτε τετράγωνον οὔτε κύκλος, εἶνε γραμμή.
Τὸ ἄρθρον — Артикль
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει τρία ἄρθρα, ἀρσενικὸν, ὁ· θηλυκὸν, ἡ· οὐδέτερον, τὀ. (Греческий язык имеет три артикля: мужского рода, ὁ; женского, ἡ; среднего, τό.)
Τὸ Γένος — Род
Ὀνόματα λήγοντα εἰς, ος, εἶνε8 γένους ἀρσενικοῦ9· εἰς α ἤ η, θηλυκοῦ· εἰς ον, οὐδετέρου. (Имена существительные, которые оканчиваются на ος, — мужского рода; на α или η — женского рода; на ον — среднего.)
Τὸ ἐπίθετον συμφωνεῖ μετὰ τοῦ ὀνόματος κατὰ γένος, ἀριθμὸν καὶ πτῶσιν. (Имена прилагательные согласуются с существительными по роду, числу и падежу.)